Βασικό χαρακτηριστικό των αλλαγών που θα ισχύσουν από το 2020 θα είναι η αποσύνδεση των ασφαλιστικών κρατήσεων (υπέρ κύριας ασφάλισης – υγείας) των μη μισθωτών από το φορολογητέο εισόδημά τους και παραπέρα, σύμφωνα με το βασικό σενάριο, η θέσπιση ασφαλιστικών κλάσεων, ανάλογα με τα έτη ασφάλισής τους, με την κατώτατη κλάση να προβλέπει εισφορές γύρω στα 180-190 ευρώ. Μέσα από αυτήν την ανατροπή, το υπουργείο Εργασίας στοχεύει σε αύξηση της εισπραξιμότητας των εισφορών, μείωση της φοροαποφυγής, κατάργηση των επιστροφών εισφορών, μείωση των χρεών, αλλά και περιορισμό του φαινομένου της καταβολής κρατήσεων την τελευταία στιγμή.
Ειδικότερα, σύμφωνα με πληροφορίες των Νέων, η κατώτερη ασφαλιστική κλάση θα είναι υψηλότερη από τη σημερινή κατώτερη εισφορά που ανέρχεται μαζί με την εισφορά υγείας και τα 10 ευρώ για ανεργία σε 185,18 ευρώ (20% επί του κατώτατου μισθού των 650 ευρώ για κύρια ασφάλιση, 6,95% επί του ίδιου ποσού για εισφορά υγείας και 10 ευρώ τον μήνα για τον λογαριασμό ανεργίας). Σύμφωνα βέβαια με τον Γιάννη Βρούτση, οι αλλαγές στις εισφορές μαζί με τη φορολογική επίδραση της μείωσης του φόρου της πρώτης κλίμακας των 10.000 ευρώ στο 9% από 22% από το 2020 θα έχουν εν τέλει θετικό αποτέλεσμα στο εισόδημα των ελεύθερων επαγγελματιών, αυτοαπασχολουμένων και αγροτών.
Οι νέες ασφαλιστικές κλάσεις δεν θα συνδέονται με το εισόδημα, ούτε η μετάβαση από την πρώτη στην επόμενη θα είναι υποχρεωτική. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι οι ασφαλισμένοι θα επιλέγουν όχι μόνο τις εισφορές τους αλλά και το ύψος των μελλοντικών συντάξεών τους. Οι επόμενες 2-3 κλάσεις θα προβλέπουν υψηλότερες εισφορές, πιθανότατα όμως χαμηλότερες από αυτές που ισχύουν σήμερα, και θα οδηγούν σε υψηλότερες συντάξεις.
Σύμφωνα με τις εισηγήσεις που δέχεται το υπουργείο Εργασίας, οι εισφορές του 2019 θα παραμείνουν ως έχουν προκειμένου να κλείσει η χρονιά με το ισχύον σύστημα. Από τις αρχές του 2020 θα τεθεί σε εφαρμογή το νέο σύστημα.
Όσον αφορά στους μισθωτούς, το δεύτερο εξάμηνο του 2020 ξεκινά η σταδιακή μείωση των εισφορών που καταβάλλουν οι ίδιοι και οι εργοδότες τους. Η μείωση των εισφορών θα αφορά μόνο τους μισθωτούς πλήρους απασχόλησης, δηλαδή περίπου 1,5 εκατ. εργαζομένους. Οι εργοδότες δεν θα έχουν την ελάφρυνση αυτή για τους εργαζομένους τους οποίους απασχολούν με καθεστώς μερικής απασχόλησης.
Η μείωση του μη μισθολογικού κόστους, η οποία σωρευτικά θα φτάσει τις 5 ποσοστιαίες μονάδες μέχρι και το 2023, προβλέπεται να ξεκινήσει από 1ης Ιουλίου του 2020 και να ολοκληρωθεί σε τέσσερις φάσεις. Το πρώτο βήμα θα γίνει το 2020 καθώς η αφαίρεση 0,9 ποσοστιαίων μονάδων από τον όγκο των ασφαλιστικών εισφορών εργοδότη και εργαζομένου, που σήμερα φτάνουν αθροιστικά στο 40,56%, μεταφράζεται σε ελάφρυνση 2,21% του μη μισθολογικού κόστους που αφορά την ασφάλιση.
Ανεξάρτητα, ωστόσο, από τη φορολογία και τα σωρευτικά κέρδη στην… τσέπη από την πτώση των φορολογικών συντελεστών, πρόσθετο όφελος υπάρχει και στο καθαρό προ φόρου ποσό από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Τα κέρδη στα προ φόρου ποσά αυξάνονται προοδευτικά με την αύξηση του μεικτού μισθού καθώς τα ασφάλιστρα είναι ποσοστιαία.
Εφόσον η ελάφρυνση των 0,9 ποσοστιαίων μονάδων μοιραστεί εξίσου σε εργαζόμενο και εργοδότη, τότε το μη μισθολογικό κόστος εκάστου διαμορφώνεται σε μείον 0,45 ποσοστιαίες μονάδες. Έτσι, για παράδειγμα, για μισθό 1.000 ευρώ το καθαρό προ φόρου σήμερα για τον εργαζόμενο είναι 842,5 ευρώ, ενώ με την ελάφρυνση από τον Ιούλιο του 2019 θα φτάσει στα 847 ευρώ. Για τον ίδιο μεικτό μισθό ο εργοδότης καταβάλλει σήμερα συνολικά και χωρίς τον φόρο 1.248,1 ευρώ, ενώ το δεύτερο εξάμηνο του 2019 θα καταβάλει 1.243,6 ευρώ. Για μεικτό μισθό 2.000 ευρώ το καθαρό προ φόρου για τον εργαζόμενο είναι 1.685 ευρώ και η συνολική επιβάρυνση για τον εργοδότη φτάνει στα 2.496,2 ευρώ. Με την ελάφρυνση του 2019 το καθαρό προ φόρου του μισθωτού ανεβαίνει στα 1.694 ευρώ, ενώ η συνολική επιβάρυνση για τον εργοδότη πέφτει στα 2.487,2 ευρώ.
Μεγαλύτερη θα είναι η ελάφρυνση από 1/1/2021 και μετά καθώς ο προγραμματισμός προβλέπει προοδευτικά αυξανόμενη μείωση του μη μισθολογικού κόστους. Από το 2021 και μέχρι το 2023 οι ασφαλιστικές εισφορές θα μειώνονται με ρυθμό μεγαλύτερο της μιας ποσοστιαίας μονάδας το έτος (για παράδειγμα 1,5 ποσοστιαία μονάδα το 2021, όπως επίσης 1,25 μονάδες το 2022 κ.ο.κ.).